σαμανδαρόνη

σαμανδαρόνη
η, Ν
(βιοχ.) στεροειδικό αλκαλοειδές που συνοδεύει την σαμανδαρίνη στο δηλητήριο τών δερματικών αδένων τής σαλαμάνδρας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”